κύκνειος

κύκνειος
κύκν-ειος, α, ον, also ος, ον LXX 4 Ma.15.21:—
A of a swan,

πτίλον S.Fr.1127.3

;

στόμα AP7.12

: τὸ κ. (sc. ἆσμα or μέλος) ᾄδειν a swan's dying song, Chrysipp.Stoic.3.199, Ael.NA2.32; κ. πρὸς φιληκοΐαν φωναί LXXl.c.: prov., τὸ κ. ἐξηχεῖν, ἐξᾷσαι, to make a last appeal, Plb.30.4.7, 31.12.1, cf.D.S.31.5.
II [full] Κύκνειος, α, ον, of Cycnus,

μάχα Pi.O.10(11).15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …   Dictionary of Greek

  • κύκνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο. 2. «κύκνειο άσμα», το τελευταίο, το λίγο πριν από το θάνατό του, έργο διάσημου συγγραφέα ή μουσικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύκνειον — Κύκνειος of a swan masc acc sg Κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειον — κύκνειος of a swan masc acc sg κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείη — Κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείη — κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείοισιν — Κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείοισιν — κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείῳ — Κύκνειος of a swan masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”